Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Το τίμιο ξύλο

Αφού ο περιπλανώμενος οδοιπόρος ξεκουράστηκε, ζεστάθηκε δίπλα στην φωτιά, χόρτασε την πείνα του και κόρεσε τη δίψα του απολαμβάνοντας τις θερμές φροντίδες των λιγοστών και φτωχικών αλλά φιλόξενων κατοίκων του μικρού χωριού, όπου ο δρόμος του τον είχε βγάλει, θεώρησε τουλάχιστον υποχρεωμένος να τους εξιστορήσει κάποιες από τις περιπέτειες και τις περιπλανήσεις του, όπως του είχαν ζητήσει. Μέρη που είχε πάει, τόπους που είχε δει, αξιοθέατα, ανθρώπους, πράγματα περίεργα και θαυμαστά.
Τους μίλαγε και τους έβλεπε να κρέμονται απ’ τα χείλη του καθώς κανείς τους δεν είχε βγει έξω από τα σύνορα της κομητείας, μερικοί μάλιστα ούτε καν πέρα απ’ το χωριό. Τελείωσε τη διήγηση και έπειτα τους βεβαίωσε ότι από πεποίθηση όλα αυτά τα χρόνια, είχε επιλέξει να ταξιδεύει πεζοπορώντας και όχι να χρησιμοποιεί κάποιο άλλο μέσον, ζώο φερ΄ειπείν, άμαξα ή άλλο. Κι όταν τον ρώτησαν τί εφόδια χρειάζεται κανείς για να μπορεί να πεζοπορεί τόσο πολύ και τέτοιες αδιανόητες αποστάσεις, άρχισε να τους απαριθμεί κατά την κρίση του.
Πρώτα απ’ όλα τους είπε και πριν καν ξεκινήσεις, δυο πράγματα: θέληση και πίστη. Πίστη σ΄αυτό που πας να κάνεις και βέβαια στο Θεό. Αλλιώς καλύτερα να μείνεις εκεί που είσαι. (Τον άκουγαν έκθαμβοι, φαίνονταν ωστόσο να συμφωνούν και να επιδοκιμάζουν). Έπειτα τους μίλησε για μια σειρά από πιο πρακτικά πράγματα. Τους έδειξε τα δερμάτινα άρβυλα του με τα καρφιά στις σόλες, τα ίδια με τα οποία είχε πριν τόσο καιρό ξεκινήσει και που χάρη στην τακτική φροντίδα του αλλά και της συντήρησης που τύχανε σε διάφορα μέρη πού ΄χε περάσει, από μάστορες παπουτσήδες που τιμούσαν την τέχνη τους, αντέχανε ως σήμερα. Ο ρουχισμός του άνετος και ανθεκτικός. Η μακριά του κάπα, προστασία από τον αέρα, τη βροχή, το αγιάζι, το χιονιά μα και σκέπασμα τα βράδια που κοιμότανε στην ύπαιθρο. Το μαντήλι του, που ανάλογα με τις συνθήκες το τύλιγε γύρω από το λαιμό ή το μέτωπο να απορροφά τον ιδρώτα ή το έκανε κεφαλόδεσμο ή κάλυμμα προσώπου κ.λ.π. Ύστερα τους έδειξε τον πεζοπορικό του σάκκο, φτιαγμένο από καναβάτσο που του είχε προμηθεύσει ένας φίλος ναυτικός. Τον άνοιξε μάλιστα και τους έδειξε τα λίγα – μα απαραίτητα γι αυτόν – που περιείχε: ένα μικρό σακκούλι με λιγοστά τρόφιμα διαρκείας, το παγούρι του με το νερό, μια αλλαξιά εσώρουχα κι ένα καθαρό πουκάμισο, το σουγιά του, μια πυξίδα, το ξυράφι του και μια πλάκα σαπούνι, μια θήκη με ταμπάκο, ένα τσακμάκι και τις δυο πίπες του, ένα σημειωματάριο που έγγραφε και σκιτσάριζε τις εντυπώσεις του και όταν αυτά γέμιζαν, τα έστελνε ταχυδρομικά στον αδερφό του που τα φύλαγε. Σκεφτόταν, είπε, αν κάποια στιγμή σταμάταγε τα ταξίδια, να κάτσει με βάση τα σημειωματάρια αυτά και να γράψει ένα βιβλίο. Τέλος, είχε ένα μεταχειρισμένο χάρτη της περιοχής και μια μικρή Βίβλο.
«Μα το πιο χρήσιμο φίλοι μου απ’ όλα για τον πεζοπόρο» είπε τελειώνοντας «που χωρίς αυτό δεν κάνει, δεν είναι άλλο από αυτό...» κι έπιασε απ’ το πλάι το πεζοπορικό του μπαστούνι. Ένα ευθύ κομμάτι ξύλο ανθεκτικό, ψηλό σχεδόν όσο το μπόι του, φθαρμένο και λειασμένο και φθαρμένο και λειασμένο ξανά και πάλι από τη χρήση, με χοντρούς κόμπους εδώ κι εκεί, τρυπημένο στο πάνω μέρος, μ΄ένα δερμάτινο λουρί περασμένο εκεί – λαβή για το χέρι του ιδιοκτήτη και στο κάτω μέρος, ένα μεταλλικό καψύλιο, κάλυμμα και προφύλαξη του μπαστουνιού απ’ τη φθορά.     
«Πέρα από στήριγμα» εξήγησε ο ξένος «στις αμέτρητες ώρες πεζοπορίας, το μπαστούνι παρέχει ασφάλεια στα ολισθηρά κι επικλινή περάσματα, ανοίγει δρόμο και ανιχνεύει το έδαφος όταν είναι με χιόνια η πυκνή, ψηλή χλόη σκεπασμένο αλλά και χρησιμεύει για να κατεβάσεις φρούτα από τα κλαδιά, δώρα της φύσης στο κάθε πεινασμένο της παιδί που μέσα της πορεύεται ή και να σκοτώσεις κάποιο χέλι που τεμπελιάζει στο νερόλακκο ενός ποταμού ή στην άκρη της λίμνης. Και βέβαια μπορεί να γίνει όπλο και μέσο άμυνας, άμα θελήσουνε να σου επιτεθούν τίποτα άγρια σκυλιά ή τίποτε, ακόμα πιο άγριοι, ανθρώποι.  Αυτό...» ολοκλήρωσε ο ξένος κι έσφιξε με αγάπη το μπαστούνι του «...είναι ο πιο πιστός μου σύντροφος. Και είναι πραγματικά ένα «Τίμιο Ξύλο».
Το τελευταίο, το είπε βέβαια μεταφορικά, γι αυτό και άλλαξε τον τόνο της φωνής του και τό 'κανε γελαστά με διάπλατα τα μάτια και σηκωμένα φρύδια. Δεν το κατάλαβαν. Δεν έπρεπε να τά ‘χει πει τα λόγια αυτά. Μια ομάδα φανατικών, από τους θρησκόληπτους κατοίκους του χωριού (πού να το ξέρει;), στη μέση της νύχτας τόνε πνίξανε στον ύπνο του. Τεμάχισαν το μπαστούνι σε πολλές δεκάδες μικρά κομμάτια που μοιράστηκαν. Το τοποθέτησαν σε προθήκες στα εικονοστάσια τους και έφτιαξαν μ΄αυτό φυλαχτά που φόραγαν οι ίδιοι και δώριζαν στους πολύ στενούς συγγενείς και φίλους τους. Και τα κληρονομούσαν στους επόμενους. Επί γενεά και γενεά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: